- ρεβιζιονισμός
- ο, Ν1. το σύνολο τών σοσιαλιστικών θεωριών που δέχονται ότι ο επιστημονικός σοσιαλισμός, όπως διατυπώθηκε από τον Μαρξ, πρέπει να αναθεωρηθεί και κυρίως στον τομέα τών επαναστατικών εξελίξεων2. η αναθεώρηση ή η δημόσια κριτική τής πολιτικής πρακτικής τών κομμουνιστικών κομμάτων, αλλ. αναθεωρητισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revisionism < revision (< λατ. revisio «αναθεώρηση» < ρ. revideo «ξεναβλέπω») + -ism (βλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.