ρεβιζιονισμός

ρεβιζιονισμός
ο, Ν
1. το σύνολο τών σοσιαλιστικών θεωριών που δέχονται ότι ο επιστημονικός σοσιαλισμός, όπως διατυπώθηκε από τον Μαρξ, πρέπει να αναθεωρηθεί και κυρίως στον τομέα τών επαναστατικών εξελίξεων
2. η αναθεώρηση ή η δημόσια κριτική τής πολιτικής πρακτικής τών κομμουνιστικών κομμάτων, αλλ. αναθεωρητισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revisionism < revision (< λατ. revisio «αναθεώρηση» < ρ. revideo «ξεναβλέπω») + -ism (βλ. -ισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρεβιζιονισμός — ο (λ. γαλλ.), η τάση για αναθεώρηση ορισμένων από τις αρχές του μαρξισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεβιζιονισμός (αναθεωρητισμός) — Χαρακτηρισμός των πρακτικών προσπαθειών ή των ιδεολογικών τάσεων που αποβλέπουν στην τροποποίηση (αναθεώρηση) ή στην κατάργηση των συνθηκών που ισχύουν μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών· με την αυστηρότερη έννοιά του, ο όρος προϋποθέτει την… …   Dictionary of Greek

  • μαρξισμός — Όρος που αναφέρεται στις εξελίξεις και στις ερμηνείες που προκάλεσε η διδασκαλία του Μαρξ, κυρίως όταν, με τη δημιουργία των πρώτων σοσιαλιστικών κομμάτων, αποτέλεσε ιδεολογία μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος. Αρχικά, στη διάδοση …   Dictionary of Greek

  • ρεβιζιονιστής — ο, θηλ. ρεβιζιονίστρια, Νοπαδός τού ρεβιζιονισμού, αυτός που αναθεωρεί βασικές αρχές τής μαρξιστικής πολιτικής ή θεωρίας, αλλ. αναθεωρητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revisionist (βλ. ρεβιζιονισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”